- παραχωρήσῃς
- παραχωρέωgo asideaor subj act 2nd sgπαραχωρέωgo asideaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραχωρήσης — παραχώρησις retiring. fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεξάρτητος — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία, που εκδιδόταν στην Αθήνα από τον Π.Κ. Παντελή από το 1842 έως το 1855 και το 1857 58. Η εφημερίδα αυτή υποστήριξε την κυβέρνηση Ι. Κωλέττη και ήταν υπέρ της παραχώρησης συντάγματος. 2. Ημερήσια, που… … Dictionary of Greek
αντιπαραχώρηση — η (AM ἀντιπαραχώρησις) παραχώρηση η οποία γίνεται σε ανταπόκριση άλλης παραχώρησης μσν. αμοιβαία παραχώρηση αρχ. υποχώρηση σε αντίθετη επίδραση … Dictionary of Greek
απολυταρχία — Πολιτικό σύστημα στο οποίο ο ανώτατος άρχοντας συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες και τις ασκεί χωρίς κανέναν περιορισμό. Η θεωρία ότι o μονάρχης αντλεί την εξουσία του από τον Θεό και ότι είναι συνεπώς ανεξέλεγκτος εκπρόσωπός του στη Γη, εμφανίζεται … Dictionary of Greek
ευδαιμονισμός — Φιλοσοφική θεωρία η οποία παρουσιάζει ως σκοπό της ηθικής δράσης του ανθρώπου την επίτευξη της ευτυχίας. Ο ε. –αντίθετα από τον ηδονισμό με τον οποίο συχνά συγχέεται– αναφέρεται στην αναζήτηση της ευδαιμονίας με τη βοήθεια, σε μεγάλη κλίμακα,… … Dictionary of Greek
ευεργέτημα — Το αποτέλεσμα της ευεργεσίας, η χάρη, μια ωφέλιμη και γενικά καλή πράξη. Ο όρος χρησιμοποιείται και στη νομική γλώσσα αλλά με διαφορετικές έννοιες, ανάλογα με τις περιπτώσεις. Στο μεσαιωνικό δίκαιο ο όρος ε. δήλωνε την παραχώρηση της κάρπωσης… … Dictionary of Greek
εφεύρεση — Επινόηση (δημιουργία) ενός αντικειμένου, που δεν υπήρχε στη φύση και το οποίο είναι κατάλληλο για να ικανοποιήσει καθορισμένες ανθρώπινες ανάγκες. Η ε. διαφέρει συνεπώς από την ανακάλυψη, η οποία, αντίθετα, είναι η αναγνώριση και η πιθανή… … Dictionary of Greek
μισθολογία — μισθολογία, ἡ (Α) συμβόλαιο έμμισθης παραχώρησης πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + λογία*] … Dictionary of Greek
ναύλος — Μια από τις κύριες περιοχές της σύμβασης ναύλωσης, ναυτικής ή εναέριας, είναι το τίμημα που οφείλει να πληρώσει το πρόσωπο (ναυλωτής) προς το συμφέρον και για λογαριασμό του οποίου ο πλοιοκτήτης (εκναυλωτής) διαθέτει είτε κατά τη διάρκεια μιας… … Dictionary of Greek
παραχωρητήριο — το (νομ.) δημόσιο έγγραφο, ιδρυτικό και αποδεικτικό τής παραχώρησης δικαιώματος κυριότητας ή χρήσης ακινήτου τού Δημοσίου σε ιδιώτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραχωρώ + κατάλ. τήριο (πρβλ. δωρη τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. παραχωρητήριον, μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek